φυλλομαδώ

φυλλομαδώ
-άω, Ν
μαδώ, αφαιρώ ένα ένα τα πέταλα άνθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλο + μαδώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φυλλομαδώ — φυλλομάδησα, φυλλομαδήθηκα, φυλλομαδημένος, μαδώ τα φύλλα φυτού ή τα πέταλα άνθους: Φυλλομάδησα τη μαργαρίτα κι αυτή μου πε πως δε μ αγαπάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαδώ — (AM μαδῶ, άω, Μ και μαδίω και μαδιῶ και μαθῶ) 1. (για τρίχες, φτερά, φύλλα κ.λπ.) (αμτβ.) πέφτω («μαδήσανε τα πούπουλα») 2. (για πρόσωπα ή πράγματα) (αμτβ.) αποβάλλω, χάνω τις τρίχες, τα φτερά, τα φύλλα μου («ἐὰν δέ τινι μαδήσῃ ἡ κεφαλὴ αὐτοῡ,… …   Dictionary of Greek

  • φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”